Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πολλὰ καὶ καλά

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης Γουλανδρή (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1986 σε ιδιόκτητο κτίριο (Νεοφύτου Δούκα 4, Κολωνάκι) σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Βικέλα. Από το 1991 παραχωρήθηκε στο μουσείο ένα από τα ομορφότερα νεοκλασικά του κέντρου της Αθήνας στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης — Το Ιστορικό, Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης, ιδρύθηκε το 1969, με σκοπό την περισυλλογή, διάσωση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νομού Κοζάνης. Είναι δημιούργημα του «Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης» και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη — Στεγάζεται σε ένα όμορφο κτίριο των αρχών του 20ού αι. σε μια πάροδο της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου (Καλλισπέρη 12), πολύ κοντά στην Ακρόπολη. Στις προθήκες του παρουσιάζονται κοσμήματα και σχέδια κοσμημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων από την …   Dictionary of Greek

  • εύτεκνος — η, ο (ΑΜ εὔτεκνος, ον) αυτός που έχει πολλά και καλά τέκνα, ο ευτυχής για τα τέκνα του μσν. αρχ. (για γυναίκα) γόνιμη, αυτή που είναι καλή για τεκνογονία αρχ. 1. (για πατρίδα, γη, χώρα κ.λπ.) αυτή που παράγει καλά τέκνα 2. (για χρησμούς) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • εϋκτήμων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αστρονόμος (5ος αι. π.Χ.). Καθόρισε, μαζί με τον Μέτωνα, τις σχέσεις ηλιακού και σεληνιακού έτους. Κατάρτισε πίνακα των πρωινών και εσπερινών εμφανίσεων των αστέρων. 2. Αθηναίος άρχοντας (5ος αι. π.Χ.). Υπήρξε και… …   Dictionary of Greek

  • ευτραπεζεύομαι — εὐτραπεζεύομαι (Μ) [ευτράπεζος] 1. έχω καλὸ τραπέζι, έχω πολλά και καλά φαγητά 2. είμαι καλοφαγάς, τρώω καλά …   Dictionary of Greek

  • ευτεκνία — η (ΑΜ εὐτεκνία, Α και ποιητ. τ. εὐτεκνίη) [εύτεκνος] το να έχει κάποιος πολλά και καλά τέκνα μσν. μτφ. ευγλωττία («τὴν ἐν λόγοις εὐτεκνίαν», Ευστ.) αρχ. 1. γονιμότητα 2. επιγρ. ευκαρπία 3. (επιγρ., ως κύριο όν.) ἡ Εὐτεκνεία προσωποποίηση τής… …   Dictionary of Greek

  • ευτεκνώ — εὐτεκνῶ, έω (ΑΜ, Α και όω) [εύτεκνος] ( έω) είμαι ευτυχής για τα τέκνα μου, είμαι πλούσιος σε τέκνα αρχ. ( όω) κάνω ανθρώπους να έχουν πολλά και καλά παιδιά, να είναι ευτυχείς για τα παιδιά τους …   Dictionary of Greek

  • εύνεως — εὔνεως, ων (Α) αυτός που έχει πολλά και καλά πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νεως (< ναυς, νεώς), πρβλ. λιπό νεως, περί νεως] …   Dictionary of Greek

  • καλοφαγία — η το να τρώει κανείς πολλά και καλά: Του αρέσει η καλοφαγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»